- θηρατήρ
- θηρατήρ και ιων. τ. θηρητήρ, ὁ (Α) [θηρώ]ποιητ. τ. τού θηρατής*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θηρατήρ — θηρᾱτήρ , θηρατήρ masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρητῆρα — θηρατήρ masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρητῆρας — θηρατήρ masc acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρητῆρε — θηρατήρ masc nom/voc/acc dual (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρητῆρες — θηρατήρ masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρητῆρι — θηρατήρ masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρητῆρος — θηρατήρ masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρητῆρσι — θηρατήρ masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρητήρ — θηρατήρ masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρητήρων — θηρατήρ masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)